- ἀγάστονος
- ἀγά-στονος (στένω): moaning, epith. of Amphitrite (i. e. the Sea), Od. 12.97†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αγάστονος — ἀγάστονος, ον (Α) 1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα * + στόνος < στένω] … Dictionary of Greek
ἀγάστονος — much groaning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονον — ἀγάστονος much groaning masc/fem acc sg ἀγάστονος much groaning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονε — ἀγάστονος much groaning masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονοι — ἀγάστονος much groaning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] … Dictionary of Greek
ἀγαστόνωι — ἀγαστόνῳ , ἀγάστονος much groaning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)